- Ἀμφιλόχιος
- Ἀμφιλόχιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμφιλόχιος — I (4ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Ικονίου, εκκλησιαστικός πατέρας και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στην περίφημη σχολή του σοφιστή Λιβάνιου, άσκησε τη δικηγορία για μερικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, επειδή απογοητεύτηκε από τα εγκόσμια … Dictionary of Greek
Παρασκευάς, Αμφιλόχιος — Λόγιος ιερομόναχος του 17ου αι. Καταγόταν από τα Ιωάννινα και αρχικά δίδαξε στην Κοζάνη ως οικοδιδάσκαλος και στη συνέχεια ως κοινοτικός διδάσκαλος (1779 97). Αργότερα, εγκαταστάθηκε στον Βελβενδό, όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Ἀμφιλόχιον — Ἀμφιλόχιος masc acc sg Ἀμφιλόχιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχίου — Ἀμφιλόχιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχίῳ — Ἀμφιλόχιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλόχιε — Ἀμφιλόχιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Амфилохий (Андроникакис) — Митрополит Амфилохий Μητροπολίτης Αμφιλόχιος Митрополит Кисамосский и Селинский c 4 октября 2005 Церковь … Википедия
Амфилохий — (Ἀμφιλόχιος) греческое Род: муж Этимологическое значение: «Труднородный» или «В засаде сидящий» Связанные статьи: начинающиеся с «Амфилохий» … Википедия
Ἀμφιλοχία — Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλόχιος fem nom/voc/acc dual Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλόχιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλοχίη fem nom/voc/acc dual Ἀμφιλοχίᾱ , Ἀμφιλοχίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχίας — Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλόχιος fem acc pl Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλόχιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλοχίη fem acc pl Ἀμφιλοχίᾱς , Ἀμφιλοχίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)